- κητώδης
- -ες (Α κητώδης, -ῶδες) [κήτος]1. αυτός που μοιάζει με κήτος, κητοειδής2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κητώδητάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών, με χαρακτηριστικούς αντιπροσώπους τα δελφίνια, τις φώκαινες και τις φάλαινες («οἱ δὲ σελαχώδεις καὶ δελφῑνες καὶ πάντες οἱ κητώδεις ὕπτιοι ἀναπίπτοντες λαμβάνουσι», Αριστοτ.)αρχ.πολύ μεγάλος, τεράστιος, τερατώδης («ἐλέφαντες καὶ ἄλλα ζῷα κητώδη», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.